- απρόοπτος
- -η, -ο (AM ἀπρόοπτος, -ον)1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» — ξαφνικά, απροσδόκητααρχ.-μσν.επίρρ. ἀπροόπτωςξαφνικά, απροσδόκηταμσν.(επίρρ., -ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετααρχ.ο μη προορατικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πρόοπτος < προ - + οπτός (II) («ορατός, φανερός») < όπωπα, πρκμ. β' του ορώ].
Dictionary of Greek. 2013.