απρόοπτος

απρόοπτος
-η, -ο (AM ἀπρόοπτος, -ον)
1. αυτός που δεν έχει προβλεφθεί ή δεν μπορεί να προβλεφθεί, απροσδόκητος
2. φρ. «ἐξ ἀπροόπτου» — ξαφνικά, απροσδόκητα
αρχ.-μσν.
επίρρ. ἀπροόπτως
ξαφνικά, απροσδόκητα
μσν.
(επίρρ., -ως) χωρίς πρόβλεψη, ασύνετα
αρχ.
ο μη προορατικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- στερ. + πρόοπτος < προ - + οπτός (II) («ορατός, φανερός») < όπωπα, πρκμ. β' του ορώ].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ἀπρόοπτος — unforeseen masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • απρόοπτος — η, ο επίρρ. α αυτός που δεν προβλέφτηκε ή δεν μπορούσε να προβλεφτεί: Ήταν τόσο απρόοπτο αυτό που συνέβη ώστε βρέθηκαν εντελώς απροετοίμαστοι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀπροόπτως — ἀπρόοπτος unforeseen adverbial ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόοπτον — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem acc sg ἀπρόοπτος unforeseen neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροόπτοις — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροόπτου — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροόπτους — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπροόπτῳ — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόοπτα — ἀπρόοπτος unforeseen neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀπρόοπτοι — ἀπρόοπτος unforeseen masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”